- οὐλότης
- οὐλότηςcurlinessfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ουλότης — οὐλότης, ητος, ἡ (Α) [ούλος (II)] 1. η ιδιότητα τού σγουρού, το να είναι κάτι βοστρυχώδες, σγουρό, κατσαρό («εἰσὶ δὲ διαφοραὶ τῶν τριχῶν κατά τε σκληρότητα καὶ μαλακότητα... καὶ εὐθύτητα καὶ οὐλότητα», Αριστοτ.) 2. το κοκκώδες, το σπυρωτό («τὴν… … Dictionary of Greek
οὐλότητα — οὐλότης curliness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐλότητας — οὐλότης curliness fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐλότητι — οὐλότης curliness fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐλότητος — οὐλότης curliness fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
NODI Crinium — globique in vicem implexi et calamistrô intorti, Graecis Grammaticis πλόκαμοι dictisunt, et βόσρυχοι. Hesychius, Πλόκαμοι κόνδυλοι τριχῶν πεπλεγμένοι, quidquid enim in nodum extuberat, κόνδυλον Graeci vocabant; unde in digitis κόνδυλοι partes,… … Hofmann J. Lexicon universale